κἀπικηρυχθείς

κἀπικηρυχθείς
ἐπικηρυχθείς , ἐπικηρύσσω
proclaim
aor part pass masc nom/voc sg
ἐπικηρῡχθείς , ἐπικηρύσσω
proclaim
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικηρύσσω — (AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) [κηρύσσω] προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῑς ἀνελοῡσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”